ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΨΥΧΟΛΟΓΟ (Από την Καλλιόπη Πατέντα)
Οι σχέσεις, τα μπουμπούκια και το σύμπαν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ανοίγουν σιγά σιγά. Μοιάζουν ωστόσο και σε κάτι ακόμα: για να τα εξερευνήσει κάποιος χρειάζεται να αφουγκρασθεί τους ρυθμούς τους και να εξοπλιστεί με αγάπη! Τα ζευγάρια σμίγουν με βάση τις ομοιότητες τους και ωριμάζουν με βάση τις διαφορές τους. Κάθε ζευγάρι αποτελείται από τρία μέρη: το δύο άτομα (εσύ κι εγώ) και τη σχέση τους (εμείς). Το θετικό ζευγάρι αφήνει αρκετό χώρο για να αναπτυχθεί καθένα από αυτά τα τρία μέρη. Κάθε μέρος έχει την ίδια αξία με τα άλλα δύο. Τα άτομα που αποτελούν ένα θετικό ζευγάρωμα ξέρουν ότι όταν ένα από αυτά τα μέρη δεν αναγνωρίζεται, καταπιέζεται ή παραγκωνίζεται, η θετική φύση της σχέσης εξαφανίζεται. Κάθε άνθρωπος για να εξελιχθεί πρέπει να μπορεί να αναπτύξει τις ιδιαίτερες πλευρές του εαυτού του, τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του. Κάθε σύντροφος που υποστηρίζει με προθυμία τον άλλο αυτόματα υποστηρίζει τον εαυτό του. Σε μία σχέση, ο καθένας σέβεται τον άλλον, είναι αυτόνομος και μοναδικός. Η πλευρά «εμείς» προβάλλει στις συνδιαλλαγές μεταξύ των συντρόφων. Τα ζευγάρια, για παράδειγμα, αναγκάζονται να παίρνουν αποφάσεις για πράγματα που κάνουν τώρα μαζί, ενώ πρώτα τα χειριζόταν ο καθένας μόνος του, όπως είναι τα οικονομικά, το φαγητό, η διασκέδαση. Βιώνουν τη χαρά και συχνά την πάλη για να βρίσκονται μαζί να αποφασίζουν και να λειτουργούν σαν μέλη της ίδιας ομάδας. Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη Κάθε σχέση έχει τη δική της ζωή. Η φύση της επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την αυτοεκτίμηση που νιώθει το κάθε μέλος για τον εαυτό του και από τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους. Η αγάπη –ιδιαίτερα η ερωτική- ανταμείβει και γεμίζει τον άνθρωπο περισσότερο από κάθε άλλο συναίσθημα. Η ανθρώπινη ψυχή όταν δεν αγαπάει και δεν αγαπιέται μαραζώνει και πεθαίνει. Η αγάπη ωστόσο δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες τις απαιτήσεις της ζωής. Διάνοια, επίγνωση και ικανότητα παίζουν επίσης ζωτικούς ρόλους. Η αυτοεκτίμησή μας σχετίζεται άμεσα με την πεποίθησή μας για το τι είναι μια εμπειρία αγάπης και με τις προσδοκίες μας από αυτήν. Όσο μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση αισθανόμαστε, τόσο λιγότερο εξαρτόμαστε από την ανάγκη να μας αποδεικνύει συνεχώς ο σύντροφός μας το πόσο μας «λογαριάζει». Αντίθετα, όσο λιγότερο εκτιμάμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο έχουμε εξάρτηση από τις συνεχείς επιβεβαιώσεις του άλλου, που οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα για το τι μπορεί να σημαίνει αληθινή αγάπη. Ένας ορισμός της αγάπης θα μπορούσε να ήταν ο εξής: «Δε σου βάζω περιορισμούς, ούτε δέχομαι να μου βάλεις εσύ». Ο Χαλίλ Γκιμπράν στο έργο του «Ο προφήτης» γράφει για την αγάπη και για τον γάμο: «Αφήστε να υπάρχουν κενά στην ένωσή σας, αφήστε τους ανέμους των ουρανών να χορεύουν ανάμεσά σας. Αγαπάτε ο ένας τον άλλον, αλλά μην φτιάχνετε δεσμά αγάπης. Αφήστε την καλύτερα να γίνει μια κινούμενη θάλασσα ανάμεσα στις ακτές των ψυχών σας. Τραγουδάτε και χορεύετε μαζί και να χαίρεστε, αλλά αφήνετε τον καθένα σας να μένει μόνος. Ακριβώς όπως οι χορδές του λαούτου είναι μόνες, ενώ ταυτόχρονα παίζουν τον ίδιο σκοπό. Και να στέκεστε μαζί, αλλά όχι πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, γιατί οι κολόνες του ναού στέκονται σε απόσταση και η βαλανιδιά με το κυπαρίσσι δε φυτρώνουν το ένα στη σκιά του άλλου». Σε μία σχέση η αγάπη μπορεί να ανθίσει πραγματικά, μόνο όταν υπάρχει χώρος και για τα τρία μέρη (εγώ, εσύ, εμείς), και κανένα μέρος δεν κυριαρχεί. Η αγάπη είναι συναίσθημα. Δε ρυθμίζεται με νόμους. Ένα από τα βασικά προβλήματα της κοινωνίας μας είναι ότι βασίζει τη σχέση σχεδόν αποκλειστικά επάνω στην αγάπη και έπειτα προβάλλει απαιτήσεις που μόνη της η αγάπη δε μπορεί να ικανοποιήσει. Ένας άλλος κίνδυνος είναι η εφαρμογή της τακτικής της «κρυστάλλινης σφαίρας». Σύμφωνα με αυτήν όταν κάποιος σε αγαπάει ή τον αγαπάς , να πιστεύεις ότι πρέπει να μαντεύεις τι χρειάζεται, τι επιθυμεί αισθάνεται και σκέφτεται ο άλλος, και να ενεργείς ανάλογα. Το αντίθετο ισοδυναμεί με το να μην αγαπάς και να μην αγαπιέσαι. Στην πραγματικότητα, η αγάπη όσο μεγάλη και να είναι δε μπορεί καθόλου να μας πληροφορήσει αν σου αρέσει το κρέας και πως προτιμάς να το μαγειρεύω! Ένας άλλος μύθος που φθείρει και καταστρέφει την αγάπη είναι η πεποίθηση πως αγάπη σημαίνει πως εγώ και εσύ είμαστε ίδιοι: «Θα πρέπει πάντα να σκέφτεσαι και να ενεργείς όπως κι εγώ, αλλιώς δε μ’ αγαπάς». Με αυτή την προϋπόθεση οποιαδήποτε διαφοροποίηση μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη. Σ’ αγαπώ – Μ’ αγαπάς Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι ο καθένας είναι μοναδικός. Δύο άνθρωποι ενδιαφέρονται κατ’ αρχήν ο ένας για τον άλλον επειδή έχουν κοινά στοιχεία, αλλά το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο με τα χρόνια ακριβώς επειδή έχουν τη δυνατότητα να χαίρονται τις διαφορές τους. Πολλοί έχουν διδαχθεί να φοβούνται τις διαφορές γιατί τις θεωρούν απαρχή καβγάδων. «Ο καβγάς σημαίνει θυμό, ο θυμός σημαίνει θάνατο, άρα για να ζήσεις πρέπει να αποφύγεις τις διαφορές». Όμως, ένας καλός, υγιής καβγάς δε σημαίνει θάνατο. Μπορεί να φέρει οικειότητα και εμπιστοσύνη. Τονίζω το «υγιής» γιατί συνήθως στους καβγάδες οι άνθρωποι κατηγορούν, επικρίνουν και βγάζουν σκάρτο το σύντροφό τους. Έχουν την τάση να φωνάζουν και να εκφράζουν πολύ θυμό. Στόχος τους είναι κατά βάση να φοβίσουν τον σύντροφό τους και να τον υποχρεώσουν να τους αγαπήσει και να τους στηρίξει. Όταν ο άλλος υποχωρεί , υποθέτουν ότι έχουν κερδίσει τη μάχη. Στη πραγματικότητα όμως, εκείνοι είναι οι χαμένοι. Ο εκφοβισμός πάντα κλονίζει την εμπιστοσύνη σε μια σχέση. Το να πετυχαίνεις αυτό που θέλεις με «τσαμπουκά» βγάζοντας πάντα σκάρτους τους άλλους, είναι ένας σίγουρος τρόπος για να αποτύχεις. Μια άλλη μορφή καβγά είναι ο «ψυχρός πόλεμος», που κάποιος για να αποφύγει την αντιπαράθεση κλείνεται στο «κάστρο του» και αρνείται να μιλήσει. Αυτή η παθητική-ενεργητική συμπεριφορά διαφέρει πολύ από την τακτική του «διαλείμματος» που επιτρέπει σε κάποιον να απομονωθεί για λίγο για να ηρεμήσει και στη συνέχεια να επιστρέψει «δριμύτερος». Ο «ψυχρός πόλεμος» μπορεί να ανήκει στο παρελθόν για την Αμερική και τη Ρωσία, αποτελεί ωστόσο αγαπημένη τακτική για πολλά ζευγάρια. Βασικός άξονας είναι ότι δεν πληγώνει ο ένας τον άλλο άμεσα ή με καβγάδες, αλλά στερεί την αγάπη του. Το βραχυπρόθεσμο κέρδος είναι η ειρήνη και η «αρμονία», μακροπρόθεσμα ωστόσο οι σύντροφοι χάνουν την επαφή τους και η αγάπη σβήνει. Συνήθως τέτοια ζευγάρια χρησιμοποιούν την υπερβολική δουλειά, το υπερβολικό φαγητό και άλλους υπέρ-βολικούς τρόπους για να ναρκώσουν τα άλυτα συναισθήματα τους. Κάποια άλλα άτομα προκειμένου να αποφύγουν τη σύγκρουση προσποιούνται ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, ή συμβιβάζονται άνευ όρων. Συνήθως δέχονται τις κατηγορίες και αναλαμβάνουν την ευθύνη για οτιδήποτε ενοχλεί το σύντροφό τους. Βραχυπρόθεσμα δημιουργούν μια σχέση που δείχνει ότι είναι γεμάτη αγάπη και υποστήριξη, αλλά στο τέλος χάνουν τον ίδιο τον εαυτό τους. Οι γυναίκες που ακολουθούν αυτή τη τακτική συνήθως παθαίνουν κατάθλιψη ή καρκίνο του μαστού. Άνδρες και γυναίκες πάντως στο τέλος οργίζονται επειδή αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τον εαυτό τους στο όνομα της αγάπης. Οποιασδήποτε μορφής απόρριψη είναι πολύ οδυνηρή γι’ αυτούς, αφού έχουν οι ίδιοι απορρίψει τον εαυτό τους. Η σωστή τακτική είναι να εντοπίσουμε τα σημεία της διαφωνίας και να κάνουμε ένα διάλειμμα. Δίνουμε στον εαυτό μας χρόνο για να ηρεμήσει, και στη συνέχεια προσπαθούμε να συζητήσουμε ξανά, χωρίς χτυπήματα «κάτω από τη ζώνη». Πώς επηρεάζουν τις σχέσεις οι γονείς Η σχέση που θα δημιουργήσει ένα ενήλικο άτομο καθορίζεται σε μέγιστο βαθμό από τον τρόπο που έχει μεγαλώσει -προγραμματισθεί- μέσα στην οικογένειά του. Για παράδειγμα, ένα άτομο που έχει προγραμματισθεί να ζει οργισμένο επιλέγει για σύζυγο κάποιον που έχει προγραμματισθεί να ζει σε κατάθλιψη. Ένας γιος που έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου ο πατέρας κακοποιεί με διάφορους τρόπους τη μητέρα, θα επιλέξει για σύζυγο μια γυναίκα που θα την υποτιμά. Μπορεί να μην την κακοποιεί κυριολεκτικά, σίγουρα όμως θα την κακοποιεί λεκτικά. Τα παιδιά δεν προγραμματίζονται από τα λόγια των γονέων τους, αλλά από τον τρόπο που εκείνοι συμπεριφέρονται μεταξύ τους και από τα βουβά μηνύματα που τους περνούν. Έχει σημασία να καταλάβουμε το πώς προγραμματιζόμαστε και τον τρόπο που διαβιβάζονται τα μηνύματα. Εάν το συνειδητοποιήσουμε μπορούμε να αλλάξουμε τον προγραμματισμό μας. Δεν γεννιόμαστε οργισμένοι, θλιμμένοι, φοβισμένοι, μνησίκακοι ή αυτοκαταστροφικοί. Δεν έχει σημασία επίσης να κατηγορούμε τους γονείς μας. Σημασία έχει να αλλάξουμε εμείς και να γίνουμε ευτυχισμένοι, χαρούμενοι και δημιουργικοί έτσι ώστε να μεταβιβάσουμε στα παιδιά μας μηνύματα ευτυχίας. Οι τρεις βασικοί ρόλοι του έργου Διάφορες μορφές υποταγής και κυριαρχίας χαρακτηρίζουν το πρότυπο του ζευγαριού με το οποίο οι περισσότεροι από μας μεγαλώσαμε. Ο ψυχίατρος Στίβ Κάρπμαν μιλάει για τρεις βασικούς ρόλους: Του βασανιστή, του θύματος και του προστάτη. Ο βασανιστής είναι θύμα σε ψυχολογικό επίπεδο. Έχει ανάγκη από αγάπη και αναγνώριση και κάνει ό,τι θεωρεί καλύτερο για το άλλο άτομο. Αισθάνεται παραγκωνισμένος και νιώθει ότι εισπράττει μίσος και αρνητική αντιμετώπιση. Θύματα είναι και οι προστάτες. Όταν ο προστάτης φροντίζει για τις ανάγκες όλων των άλλων αυτοτιμωρείται αφού δεν κάνει τίποτα για τις δικές του ανάγκες. Κάνει ωστόσο για τους άλλους πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους, με αποτέλεσμα να μην τους βοηθάει στην πραγματική εξέλιξή τους. Νιώθει μάρτυρας, αγανακτεί και βυθίζεται στη θλίψη όταν δεν προστατεύει κανέναν ή κανείς δεν τον χρειάζεται. Αισθάνεται ότι δεν τον αγαπούν, ότι τον υποτιμούν και νιώθει ότι αμείβεται με μνησικακία. Τέλος, στην περίπτωση του προστάτη πρέπει το άλλο άτομο να υποφέρει για να νιώθει εκείνος καλά. Ο ρόλος του θύματος είναι εκείνος του μειονεκτικού παιδιού. Η ηλικία φυσικά δεν έχει καμία σχέση με το ρόλο που παίζουμε. Το θύμα όταν καταφέρει να εξασφαλίσει τον προστάτη του, τον συντρίβει με τη ματαίωση της προστασίας του ή με την εκ των υστέρων εξουδετέρωση της, με αποτέλεσμα τη δημιουργία έντονων προβλημάτων. Δείχνει με τον τρόπο του στον προστάτη ότι εκείνος φταίει για όλα και οτιδήποτε κι αν του προσφέρει δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Στην αναζήτηση της ευτυχίας Το ευτυχισμένο ζευγάρι έχει φίλους, κοινωνική ζωή, κοινά ενδιαφέροντα, και τα μέλη του νοιάζονται πραγματικά ο ένας για τον άλλον. Σε μια καλή σχέση όταν ο ένας αρρωσταίνει ή μελαγχολεί, ο άλλος του προσφέρει υποστήριξη με την προϋπόθεση ότι ο ταλαιπωρημένος την επιθυμεί. Στις σχέσεις που βασίζονται στην ίση αξία, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε μία πλευρά του ατόμου και στο ίδιο το άτομο, ενώ δε προσδιορίζεται ο άνθρωπος από κάποια ιδιότητά του. Η ισότητα βασίζεται κυρίως στο να δίνει κανείς αξία στον εαυτό του και να είναι πραγματικά υπεύθυνος. Απαραίτητες προϋποθέσεις για μια αρμονική σχέση είναι:
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΟΣΚΟΠΟΣ» στο τεύχος 3, Ιουλίου 2003. |